- χειρόχρηστος
- χειρό-χρηστος, tüchtig mit der Hand, handfertig, geübt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειρόχρηστος — ον, Α επιδέξιος στα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + χρηστός* (πρβλ. θεό χρηστος)] … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek